- ἐγγείου
- ἔγγαιοςmasc/fem/neut gen sgἔγγειοςinmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
εκφόριον — ἐκφόριον, το (AM) ό,τι παράγει η γη, καρπός αρχ. 1. φορολογία τής εγγείου παραγωγής, συνήθ. δεκάτη* 2. φόρος στη γεωργική παραγωγή που καταβαλλόταν σε είδος … Dictionary of Greek
Αμπού Γιουσούφ Γιακούμπ, αλ-Ανσαρί — (731 – 798). Άραβας νομομαθής. Μαζί με τον δάσκαλό του Αμπού Χανίφα ιμπν Ταμπίτ και τον συμμαθητή του Μουχάμαντ αλ Σαϊμπάνι θεμελίωσε τη λεγόμενη Χανιφιτική Σχολή του Δικαίου. Είναι ίσως ο πρώτος μουσουλμάνος νομομαθής που καταπιάστηκε με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ράι, Ραμοχάν — (1772 ή 1774 – 1853). Ινδός διαφωτιστής, φιλόσοφος, εκκλησιαστικός μεταρρυθμιστής, λογοτέχνης και προάγγελος του ινδικού αστικού εθνικισμού. Έγραψε σε τρεις γλώσσες, στη βεγγαλική, αγγλική και περσική. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια… … Dictionary of Greek